- ιδιοτέλεια
- η корысть, корыстолюбие;
χωρίς ιδιοτέλεια — бескорыстно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χωρίς ιδιοτέλεια — бескорыстно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιδιοτέλεια — η το να αποβλέπει κάποιος μόνο στο ατομικό του συμφέρον: Σ όλες του τις πράξεις κινείται από ιδιοτέλεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδιοτέλεια — η η υπερβολική προσήλωση κάποιου στο ατομικό του συμφέρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιοτελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αλέξ. Σούτσο] … Dictionary of Greek
ανθρωπαρέσκεια — η (Μ ἀνθρωπαρέσκεια) η ιδιότητα του ανθρωπάρεσκου, η οποία μπορεί να συνδυάζεται με ιδιοτέλεια, επιδεικτικότητα, κενοδοξία, υποκρισία, αλαζονεία … Dictionary of Greek
θυσιάζω — (ΑΜ θυσιάζω) [θυσία] προσφέρω κάτι ως θυσία («ο Αγαμέμνων θυσίασε την Ιφιγένεια στην Άρτεμι») νεοελλ. 1. στερούμαι οικειοθελώς κάτι για χάρη κάποιου άλλου 2. πουλώ τόσο φθηνά σαν να χαρίζω κάτι («πες πως θυσίασα το κτήμα και όχι πως τό πούλησα»)… … Dictionary of Greek
ιδεολογία — Όρος που αναφέρεται σε ένα σύνολο φιλοσοφικών, ηθικών και κοινωνικών ιδεών και αρχών και έλαβε ποικίλες σημασίες στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ντεστί Ντε Τρασί (1754–1836) για να δηλώσει την επιστήμη των… … Dictionary of Greek
ιδεολόγος — ό 1. ο οπαδός ιδεολογικού φιλοσοφικού συστήματος 2. ο προσηλωμένος σε μια ιδέα χωρίς καμιά ιδιοτέλεια 3. αυτός που στερείται πρακτικού πνεύματος και απασχολείται μόνο με την αφηρημένη σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ideologue < ideo … Dictionary of Greek
ιδιοτελής — ές αυτός που αποβλέπει στο δικό του συμφέρον, σε προσωπικά ωφελήματα, ο συμφεροντολόγος. επίρρ... ιδιοτελώς συμφεροντολογικά, με ιδιοτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τελής (< τέλος), πρβλ. ημι τελής, λυσι τελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στην … Dictionary of Greek
κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
κλεπταποδοχή — Η σκόπιμη απόκρυψη, αγορά, κτήση με τύπο ενεχύρου ή αποδοχή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο καθώς και η μεταβίβαση ή η εξασφάλιση της κατοχής από μέρους τρίτου ενός κινητού πράγματος ή τιμήματος αυτού, γνωρίζοντας ότι αυτό προέρχεται από κλοπή. Ο… … Dictionary of Greek
κοτζάμπασης — Ονομασία των προεστών ή δημογερόντων ενός τόπου κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο κ. εκλεγόταν διά βοής από τους χριστιανούς κατοίκους μιας περιοχής· η διάρκεια του αξιώματός του ήταν ετήσια, αλλά μπορούσε να παραταθεί, αν δεν υπήρχαν… … Dictionary of Greek